Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος (Η μάχη της Μόσχας)
Μέρος 2ο Η μετεωρολογική υποστήριξη των πολεμικών επιχειρήσεων
Μέρος 1ο Ο καιρός στο μέτωπο
Η Γερμανική εισβολή στη Ρωσία, στην οποία δόθηκε το κωδικό όνομα Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, άρχισε με διαταγή του Χίτλερ την αυγή της 22ας Ιουνίου 1941. Η Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα ήταν προγραμματισμένη να εκδηλωθεί στα μέσα Μαΐου, αλλά καθυστέρησε εξαιτίας των δυσκολιών που αντιμετώπισαν οι Γερμανοί στην κατάκτηση των Βαλκανικών χωρών και κυρίως της Ελλάδας (Επιχείρηση Μαρίτα). Από πλευράς καιρού, τους πρώτους μήνες της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα οι Γερμανοί αντιμετώπισαν δύο προβλήματα: τις υψηλές θερμοκρασίες που δυσκόλευαν κυρίως το πεζικό και τις καλοκαιρινές καταιγίδες που, έστω και προσωρινά, δημιουργούσαν εδαφικές συνθήκες δύσκολες για τις κινήσεις των τροχοφόρων και των τεθωρακισμένων. Σε ότι αφορά τις δύσκολες συνθήκες που δημιουργούσε η ζέστη, ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι δεν ήταν λίγοι οι Γερμανοί στρατιώτες που πέταξαν τα βαρύτερα ρούχα που διέθεταν. Βλέπετε, ο Χίτλερ τους είχε υποσχεθεί έναν πολύ γρήγορο πόλεμο, όπως είχε συμβεί με την κατάκτηση της Πολωνίας και της Γαλλίας, που θα τους επέτρεπε να περάσουν τα Χριστούγεννα στην πατρίδα τους. Το γεγονός αυτό έμελλε να έχει καταστροφικές συνέπειες τους επόμενους μήνες, όταν ο χειμώνας έδειξε από νωρίς τα δόντια του.
Η επίθεση εναντίον της Μόσχας είχε την κωδική ονομασία Τυφώνας και ξεκίνησε στις 2 Οκτωβρίου 1941. Αρχικά ο καιρός ήταν ήπιος και βοήθησε τους Γερμανούς οι οποίοι στις 13 Οκτωβρίου βρέθηκαν σε απόσταση 120 χιλιομέτρων από τη Ρωσική πρωτεύουσα. Στη συνέχεια όμως ήλθε η φθινοπωρινή ρασπουτίτσα και για χρονικό διάστημα περίπου τεσσάρων εβδομάδων οι πεδιάδες είχαν μετατραπεί σε βάλτους που δυσκόλευαν αφάνταστα τις κινήσεις τόσο των μηχανοκίνητων μονάδων όσο και του πεζικού της Βέρμαχτ. Με την έναρξη του δευτέρου δεκαημέρου του Νοεμβρίου ενέσκηψε βαρυχειμωνιά και στις 13 του μήνα η θερμοκρασία έπεσε στους μείον 20 βαθμούς Κελσίου. Ανήσυχος ο Χάιντς Γκουντέριαν ρωτούσε το Βερολίνο: «Πώς να ξεκινήσεις τις μηχανές των πάντσερ με τέτοιες θερμοκρασίες»; Ο Χίτλερ όμως δεν άκουγε κανέναν και, υπερτιμώντας την ικανότητα των Γερμανών στρατιωτών στην αντιμετώπιση των αντίξοων καιρικών συνθηκών, όρισε ως ημέρα έναρξης της τελικής επίθεσης για την κατάληψη της Μόσχας τη 15η Νοεμβρίου 1941.
Οι Γερμανοί, χωρίς την κατάλληλη ενδυμασία, βρέθηκαν αντιμέτωποι με έναν πρώιμο Ρωσικό χειμώνα. Αυτό, πέραν των άλλων, καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι στη Μόσχα η μέση θερμοκρασία του Νοεμβρίου του 1941 ήταν μείον 5,3 βαθμοί, όταν η κανονική τιμή με βάση τα στοιχεία της περιόδου 1931-1960 ήταν μείον 1,9 βαθμοί Κελσίου. Η κατάσταση επιδεινώθηκε σημαντικά στις 27 Νοεμβρίου με την εισβολή αρκτικών αέριων μαζών στην περιοχή των επιχειρήσεων οι οποίες σύμφωνα με ιστορικές πηγές έριξαν σε τοπικό επίπεδο τη θερμοκρασία ακόμα και στους μείον 40 βαθμούς. Άνθρωποι και μηχανές ήταν αδύνατο να λειτουργήσουν σε τέτοιες συνθήκες. Παρόλα αυτά, στις 30 Νοεμβρίου Γερμανικά τεθωρακισμένα έφθασαν σε απόσταση 20 με 30 χιλιομέτρων από τη Μόσχα, ενώ μια περίπολος Γερμανών ανιχνευτών κατέλαβε ένα σταθμό λεωφορείων της πόλης που απείχε μόλις 17 χιλιόμετρα από το Κρεμλίνο. Η είδηση σκόρπισε πανικό και απόγνωση στους Μοσχοβίτες, αλλά για καλή τους τύχη την ύστατη εκείνη στιγμή την άμυνα της πόλης ανέλαβε ο Στρατηγός «Χειμώνας». Μια τρομερή χιονοθύελλα που ξεκίνησε το απόγευμα εκείνης της ημέρας καθήλωσε τους επιτιθεμένους.
Τις πρώτες μέρες του Δεκεμβρίου οι Γερμανοί έκαναν απεγνωσμένες προσπάθειες να καταλάβουν στρατηγικές θέσεις κοντά στη Μόσχα, αλλά με το χιόνι στο ένα μέτρο και τη θερμοκρασία να πέφτει σε απίστευτα χαμηλά επίπεδα δεν μπορούσαν να κινηθούν ούτε το πεζικό ούτε και τα πάντσερ, τα οποία, εκτός των άλλων, αντιμετώπιζαν και προβλήματα έλλειψης καυσίμων. Επισημαίνεται ότι στο ανοιχτό έδαφος που γίνονταν οι μάχες οι πραγματικές θερμοκρασίες ήταν κατά 3 με 5 βαθμούς χαμηλότερες από αυτές που καταγράφονταν στη Μόσχα λόγω της θερμικής νησίδας της πόλης. Γερμανικές πηγές αναφέρουν ότι η θερμοκρασία την 5η Δεκεμβρίου 1941 έξω από τη Μόσχα έπεσε στους μείον 35 βαθμούς και στην περιοχή της Τούλας (160 χιλιόμετρα νότια της Μόσχας) στους μείον 36 βαθμούς. Θερμοκρασίες από -40 έως -50 που ανέφεραν κάποιες Γερμανικές πηγές κρίνονται ως μη πραγματικές. Συμπερασματικά, το διήμερο 3 και 4 Δεκεμβρίου στο ανατολικό μέτωπο παρατηρήθηκε εισβολή εξαιρετικά ψυχρών αέριων μαζών αρκτικής προέλευσης με αποτέλεσμα την πολύ μεγάλη πτώση της θερμοκρασίας. Αυτό καταδεικνύεται και από τη μεταβολή της θερμοκρασίας στην Αγία Πετρούπολη (Λένινγκραντ). Την 1η Δεκεμβρίου η μέση θερμοκρασία στην πόλη ήταν μείον 0,4 βαθμοί και την 4η του μήνα έπεσε στους μείον 21,2 βαθμούς Κελσίου. Με αυτές τις συνθήκες, το τέλος της Γερμανικής επίθεσης ήταν προδιαγεγραμμένο. Την 6η Δεκεμβρίου 1941, ένα εκατομμύριο λευκοντυμένοι Ρώσοι στρατιώτες με την υποστήριξη εκατοντάδων αρμάτων μάχης άρχισαν την αντεπίθεση και πολύ γρήγορα διέσπασαν τις Γερμανικές γραμμές. Η επίθεση κατά της Μόσχας είχε αποτύχει και μαζί της θάφτηκαν μια για πάντα τα σχέδια του Χίτλερ που είχε οδηγήσει την ανθρωπότητα σε μια καταστροφή ασύλληπτης έκτασης.
Μέρος 2ο Η μετεωρολογική υποστήριξη των πολεμικών επιχειρήσεων
Με βάση τα κλιματολογικά στοιχεία, οι χειμώνες 1939-40 και 1940-41 ήταν ψυχροί χειμώνες για την Ευρώπη, αλλά ο χειμώνας 1941-42 που ακολούθησε ήταν ο ψυχρότερος χειμώνας του 20ου αιώνα. Η ατμοσφαιρική κυκλοφορία που επικράτησε ήταν τύπου εμποδισμού και για μεγάλο χρονικό διάστημα ο σιβηρικός αντικυκλώνας κάλυπτε ακόμα και τις δυτικές-νοτιοδυτικές περιοχές της Γηραιάς Ηπείρου. Με αυτές τις συνθήκες, οι θερμοκρασίες κυμάνθηκαν κάτω από τα κανονικά επίπεδα από τις αρχές Ιανουαρίου έως τα τέλη Μαρτίου 1942. Το ερώτημα που τίθεται στο σημείο αυτό είναι: «Πόσο προετοιμασμένοι ήταν οι αντίπαλοι του ανατολικού μετώπου για τόσο βαρείς χειμώνες; Υπήρξαν σχετικές προβλέψεις των Γερμανών και των Σοβιετικών Μετεωρολόγων;»
Το φθινόπωρο του 1941, ο Γερμανός Μετεωρολόγος Φρανς Μπάουερ, που τη δεκαετία του 1930 είχε αποκτήσει τη φήμη ειδικού στην έκδοση εποχικών προγνώσεων, κλήθηκε να κάνει πρόγνωση για το χειμώνα 1941-42 στην ανατολική Ευρώπη. Ο Μπάουερ με βάση κάποιες συσχετίσεις των ηλιακών κύκλων και του κλίματος και κυρίως με τη χρησιμοποίηση στατιστικών στοιχείων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από θερμοκρασιακής πλευράς ο χειμώνας 1941-42 στο ανατολικό μέτωπο θα ήταν κανονικός ή και μαλακότερος του κανονικού. Η πρόγνωση αυτή βασίστηκε στη θέση του Μπάουερ ότι ποτέ στην ιστορία του Ευρωπαϊκού κλίματος δύο εξαιρετικά δριμείς χειμώνες, όπως ήταν οι χειμώνες 1939-40 και 1940-41, δεν ακολουθήθηκαν από τρίτο συνεχόμενο δριμύ χειμώνα. Η φύση όμως είχε άλλα σχέδια και πολύ γρήγορα διέψευσε με δραματικό τρόπο τις προβλέψεις του Γερμανού Μετεωρολόγου. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν στις 8 Δεκεμβρίου μετέφεραν στον Φρανς Μπάουερ τις απίστευτα χαμηλές τιμές της θερμοκρασίας που είχαν καταγραφεί στη Ρωσία, αυτός είπε ότι «οι παρατηρήσεις πρέπει να είναι λανθασμένες» και επέμενε στις προβλέψεις του για μαλακό χειμώνα. Το καλοκαίρι του 1942 ζητήθηκε και πάλι από τον Φρανς Μπάουερ πρόγνωση της θερμοκρασίας του χειμώνα 1942-43 στην κεντρική και την ανατολική Ευρώπη. Ο Γερμανός Μετεωρολόγος απάντησε ότι ο χειμώνας δεν θα είναι ψυχρός, αλλά η πραγματικότητα και πάλι τον διέψευσε με αποτέλεσμα ο ίδιος και οι συνάδελφοί του να γίνουν αναξιόπιστοι στα μάτια των στρατιωτικών ηγετών της ναζιστικής Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Χίτλερ. Ο Χίτλερ δεν είχε την καλύτερη γνώμη για τους Μετεωρολόγους από τότε που οι τελευταίοι του παρουσίαζαν στοιχεία για τους παλαιούς χειμώνες της Ρωσίας μεταξύ των οποίων ήταν και ο χειμώνας 1812-13. Λέγεται ότι το Δεκέμβριο του 1941 σε μια τέτοια παρουσίαση είπε οργισμένος: «Αυτοί οι καταραμένοι Μετεωρολόγοι, συνέχεια μιλούν για τον Ναπολέοντα».
Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων στο ανατολικό μέτωπο, προγνώσεις μέσης και μεγάλης διάρκειας έκαναν και οι Μετεωρολόγοι της Σοβιετικής Ένωσης. Μάλιστα, ένα αντίγραφο από μια τέτοια πρόγνωση που αναφερόταν στον Ιανουάριο του 1942 έπεσε στα χέρια των Γερμανών. Σύμφωνα με την πρόγνωση αυτή, ο Ιανουάριος στην περιοχή του μετώπου θα ήταν κανονικός με απόκλιση της θερμοκρασίας από την κανονική (μέση) τιμή από 0 έως 1οC. Ωστόσο, η μέση τιμή της ελάχιστης θερμοκρασίας τον Ιανουαρίου του 1942 στη Μόσχα ήταν μείον 20 οC, κατά 10 βαθμούς χαμηλότερη από την κανονική τιμή η οποία με βάση τα κλιματολογικά στοιχεία της περιόδου 1931-1960 ήταν μείον 10 οC. Αντίθετες απόψεις για την ικανότητα των Μετεωρολόγων της Σοβιετικής Ένωσης στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου αναφέρθηκαν στο Σοβιετικό μετεωρολογικό περιοδικό Meteorologiya i Gidrologiya που κυκλοφόρησε το Μάιο του 1985 και ήταν αφιερωμένο στην 40η επέτειο της λήξης του πολέμου. Εκεί αναφέρεται ότι την εποχή του πολέμου εκδίδονταν προγνώσεις 3 ημερών, 7 έως 10 ημερών, μηνιαίες προγνώσεις και προγνώσεις τριών μηνών. Στις σελίδες του συγκεκριμένου περιοδικού γίνεται ειδική αναφορά στην επιτυχημένη πρόγνωση του καιρού της 7ης Νοεμβρίου (επέτειος της Οκτωβριανής Επανάστασης) και στην επίσης επιτυχημένη πρόγνωση της περιόδου 5-7 Δεκεμβρίου που βοήθησε σημαντικά στην οργάνωση της αντεπίθεσης του Κόκκινου Στρατού στη Μάχη της Μόσχας.
Κλείνοντας την παραπάνω ιστορική αναφορά, θέλω να επισημάνω ότι οι εποχικές προγνώσεις ήταν και ουσιαστικά συνεχίζουν να είναι άλυτο πρόβλημα για τη Μετεωρολογία. Παλιότερα, οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνταν ήταν κυρίως στατιστικές και αναλογικές, αλλά την τελευταία εικοσαετία εποχικές προγνώσεις παράγονται πλέον από συζευγμένα μοντέλα ωκεανού και ατμόσφαιρας. Για την έκδοσή τους λαμβάνονται υπόψη κυρίως οι μακράς διάρκειας αλλαγές της κυκλοφορίας των ωκεανών και η θερμοκρασία του νερού κυρίως των θαλάσσιων τροπικών περιοχών που έχουν σημαντική επίδραση στην ατμοσφαιρική κυκλοφορία σε χρονικό ορίζοντα μηνών. Με βάση τα έως τώρα στοιχεία, φαίνεται ότι οι εποχικές προγνώσεις είναι σχετικά καλές για τις τροπικές περιοχές, αλλά για τα μέσα πλάτη η χαοτική ατμοσφαιρική κυκλοφορία υπονομεύει την αξιοπιστία τους σε βαθμό που καθιστά απαγορευτική την επιχειρησιακή χρησιμοποίησή τους. Η ζήτηση όμως των προγνώσεων αυτών είναι τόσο μεγάλη που κάνει πολλούς να ρισκάρουν.
6 Δεκεμβρίου 2012