«Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των ώρισαν να φυλάγουν Θερμοπύλες…»

Τον Νοέμβριο του 1942, ένας νεαρός φοιτητής του Πολυτεχνείου, μην αντέχοντας να περάσει δεύτερο κατοχικό χειμώνα στην Αθήνα, εγκατέλειψε την πόλη της πείνας, της δυστυχίας και του θανάτου και πήγε στο χωριό του, την Οξυά της Κόνιτσας.  Εκεί, έμαθε ότι ο μεγάλος αδελφός του, ο Αποστόλης, ο οποίος είχε παρασημοφορηθεί για την ανδρεία του στα βουνά της Αλβανίας, είχε βγει με τις πρώτες ομάδες αντάρτης στον Όλυμπο. Ένα μήνα αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1942, μπήκε στο χωριό η πρώτη ομάδα ανταρτών από τη Δυτική Μακεδονία. Ο νεαρός φοιτητής άκουσε τα πύρινα πατριωτικά τους λόγια στο μεσοχώρι και δεν άργησε να πάρει την απόφασή του. Θα έφευγε μαζί τους. Ο πατέρας του είχε τις αντιρρήσεις του. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι ο μεγάλος του γιος είχε ήδη βγει στο βουνό. 


Φοβόταν ότι τούτος ο γιος, ο Επαμεινώνδας, αμάθευτος από τις κακουχίες και αδύναμος από την πείνα της Αθήνας, δεν θα τα έβγαζε πέρα απέναντι  στις δυσκολίες του αγώνα. «Άφησε», του είπε, «να έλθει η άνοιξη, να φτιάξει ο καιρός και βλέπουμε».  Όμως, κατά βάθος γνώριζε ότι δεν μπορούσε να αλλάξει τη φορά των πραγμάτων. Τα παιδιά του, όπως και ο ίδιος, ήταν φτιαγμένοι από τη πάστα εκείνη των ανθρώπων που βάζουν πάνω από όλα το χρέος προς την πατρίδα. Γι αυτό, όταν πήγαν στο σπίτι του οι αντάρτες να πάρουν τη συγκατάθεσή του, τους διηγήθηκε με περηφάνια την ιστορία του δικού του πατέρα, του Αποστόλη, που είχε λάβει μέρος στα απελευθερωτικά κινήματα της Ηπείρου επί Τουρκοκρατίας.  Ο Αποστόλης, ο καπετάν Σγκουλούμης όπως τον έλεγαν, είχε δώσει για την ελευθερία της Ηπείρου την ίδια του τη ζωή κοντά σε μια βρύση έξω από το χωριό, τη «Βρύση τ’ Αποστόλη», όπως από τότε λέγεται. Στα όσα ακολουθούν θα δούμε ορισμένα γεγονότα από το ξεκίνημα, τη δράση και το τέλος του αγώνα του νεοσύλλεκτου αντάρτη, παρμένα το βιβλίο του Στα χρόνια του ηρωισμού και της θυσίας.

Το ξεκίνημα
«Ήταν ένα παγωμένο πρωινό, γεμάτο καταχνιά. Το χιόνι κάλυπτε τα πάντα. Ήταν σχεδόν αδύνατο να περπατήσεις. Τα δέντρα βούιζαν από τον παγωμένο αέρα. Τα κλωνάρια τους λύγιζαν από το χιόνι. Αυτός ο χειμώνας ήταν ο χειρότερος από κάθε άλλη χρονιά, έλεγαν οι χωριανοί. Απ’ τη μια μεριά η σκλαβιά, απ’ την άλλη η βαρυχειμωνιά είχαν φέρει τους ανθρώπους σε απόγνωση (…) Ντυμένος στα πολιτικά με ένα ελαφρύ παλτό και χαμηλά δερμάτινα παπούτσια, εντελώς ακατάλληλα και τα δύο, ξεκίνησα λες και πήγαινα περίπατο.  Το χιόνι στις χαράδρες και τ’ ανήλια πάνω από μέτρο. Στην πορεία μας νέο χιόνι έπεφτε κατά διαστήματα, άλλοτε αραιό και άλλοτε πυκνό. Τα σημάδια του δρόμου χάνονταν. Ο ήλιος, που κάποιες στιγμές έκανε για λίγο την εμφάνισή του, μας θάμπωνε κυριολεκτικά. Όλοι ήμασταν κάτασπροι. Η μύτη, τα αφτιά και τα πρόσωπά μας παγωμένα και κατακόκκινα. Όμως, η πορεία, πορεία…»
«Κάποια στιγμή, κι ενώ είχαμε περάσει από το χωριό Χρυσή, ένοιωσα να κουτσαίνω. Νόμιζα ότι κόντυνε το πόδι μου. Δεν είπα σε κανέναν τίποτα, αλλά ανησυχούσα πως κάτι μου συνέβη. Σε μια στάση ψάχτηκα, ήμουν εντάξει. Τότε, ένας αντάρτης μου λέει: «Συναγωνιστή, σου έχει φύγει το τακούνι από το ένα παπούτσι!». Φαίνεται πως σε κάποιο σημείο που το πόδι μου ήταν βαθιά χωμένο στο χιόνι, με το τράβηγμα, έφυγε το τακούνι. Καλά που δεν έφυγε όλο το παπούτσι. Στο Επταχώρι φθάσαμε το σούρουπο της ίδιας μέρας. Οι κάτοικοι σαν μέλισσες γύριζαν στους δρόμου και τις πλατείες. Ένα βουητό άκουγες συνέχεια. Αντάρτες και λαός αγκαλιασμένοι τραγουδούσαν!» (Επαμεινώνδας Παπαχρήστου, Στα χρόνια του ηρωισμού  και της θυσίας. Αθήνα 2004, αυτοέκδοση).  
  
Μαρτυρίες από τη δράση του
«Για τις μάχες του Βερμίου έχουν γραφεί τόσα πολλά που είναι περιττό να επαναλαμβάνονται. Εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι οκτώ μέρες συνεχώς παλεύαμε με τα θηρία τους Γερμανούς νηστικοί, άυπνοι, κουρασμένοι, εξαντλημένοι,  μα τα βγάλαμε πέρα. Όταν κυκλώθηκε το Βέρμιο, πολλά τμήματα βρέθηκαν εγκλωβισμένα. Μεταξύ αυτών βρέθηκε και το δικό μας. Έτσι, έπρεπε να εφαρμόσουμε άλλη τακτική, τον λεγόμενο κλεφτοπόλεμο.   Όλη νύχτα δεν τους αφήναμε σε χλωρό κλαρί. Μόλις γλυκοχάραζε, σταματούσε το ντουφεκίδι. Την ημέρα εξαφανιζόμασταν, κρυμμένοι σε κρησφύγετα ή τυλιγμένοι στο χιόνι. Ο καπετάνιος μας Νώντας Παπαχρήστου (Νικηφόρος) πολέμησε παλικαρίσια. Ακούραστος και με ψυχραιμία αντιμετώπιζε όλες τις δύσκολες καταστάσεις. Ποτέ του δεν του έλλειψε το θάρρος. Τις οδηγίες που μας έδινε στο τμήμα για το ξεκίνημά μας στη μάχη τις εφαρμόζαμε πιστά με αποτέλεσμα το τμήμα μας να μην έχει καμιά απώλεια…» (Βασίλης Κερμανίδης Λοχίας του ΕΛΑΣ στο 81ο τεύχος του περιοδικού «ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ»).

Το τέλος του αγώνα
«Βέροια, 16 Φεβρουαρίου 1945. Αρχίσαμε την παράδοση των τιμημένων όπλων. Όλα τέλειωσαν. Όλα χάθηκαν. Στοίβες τα προς παράδοση όπλα του ΕΛΑΣ. Ποιον πρώτα να χαιρετήσεις; Αρχίσαμε από το μελαγχολικό στρατηγό Μπακιρτζή και τελειώσαμε στους μαγείρους και τους ημιονηγούς. Δεν πίστευα πως και οι ήρωες κλαίνε. Αυτοί, που δεν λύγισαν μπροστά στο θάνατο, λύγισαν στην παράδοση των όπλων. Αγναντέψαμε τα κάτασπρα από το χιόνι βουνά και νοερά αποχαιρετίσαμε τους ηρωικούς μας νεκρούς που αφήναμε στον αιώνιο ύπνο τους. Λίγες μέρες αργότερα, φεύγοντας για τη Θεσσαλονίκη, βλέπω το στρατηγό. Τον χαιρετώ για τελευταία φορά και μου απαντά: «Στο καλό και καλή τύχη, υπολοχαγέ…»  
«Στις 20 Φεβρουαρίου 1945 ανεβήκαμε σ’ ένα ανοιχτό στρατιωτικό αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για τη Θεσσαλονίκη. Στη διαδρομή, θλιμμένοι και βουβοί. Στα βουνά και τους κάμπους νεκρική σιγή. Δεν ακούγονταν πια ο αντίλαλος των αντάρτικων τραγουδιών ούτε τα κροταλίσματα των πολυβόλων που καθημερινά χτυπούσαν τους εχθρούς της πατρίδας. Το αυτοκίνητο έτρεχε κι εμείς είχαμε παραισθήσεις. Στα δέντρα που ξεμάκραιναν πίσω μας βλέπαμε τους νεκρούς συναγωνιστές μας με τις ματωμένες γάζες στο κεφάλι να μας αποχαιρετούν. Περίλυποι και προδομένοι άπλωναν τα χέρια τους να μας ακουμπήσουν για τελευταία φορά. Πυκνά σύννεφα  πλανιόνταν πάνω από τα κεφάλια μας καθώς και μέσα στις ψυχές μας. Ο παγωμένος αέρας που μαστίγωνε τα πρόσωπά μας και οι νιφάδες χιονιού που έπεφταν κατά διαστήματα μας προσγείωναν στη σκληρή πραγματικότητα: στριμωγμένοι στην καρότσα ενός αυτοκινήτου, άοπλοι και παγωμένοι, νιώθαμε αιχμάλωτοι που οι νικητές οδηγούσαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης…»

«Μια Κυριακή μετά την κάθοδό μου στη Αθήνα ανέβαινα την οδό Ακαδημίας. Στο ύψος της Ζωοδόχου Πηγής ένοιωσα ένα βαρύ χέρι να με κρατάει από τον ώμο μου και να με τραβάει προς τα πίσω. Πριν καλά-καλά συνειδητοποιήσω τι μου συμβαίνει, ακούω μια φωνή: «Γεια σου ρε Νικηφόρε!». Είχε χρησιμοποιήσει το ψευδώνυμό μου στον αγώνα. «Δεν σας θυμάμαι», του απάντησα, αν και τον αναγνώρισα αμέσως. Ήταν ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός, τον οποίο είχαν συλλάβει τα τμήματα του ΕΛΑΣ σε σύγκρουση με τους Παοτζήδες και τον είχαν φέρει στον Πεντάλοφο, έδρα της ΙΧ Μεραρχίας. Τον είχαμε αφήσει ελεύθερο με περιοριστικούς όρους. Άρχισε να μου εξηγεί ότι δεν είχε καμιά σχέση με τους Παοτζήδες. «Πέρασαν όλα αυτά», του απαντώ, «άλλες εποχές τότε άλλες τώρα». «Εγώ ανήκω στην οργάνωση Χ», μου λέει, «και για να σου αποδείξω ότι δεν είμαστε φασίστες, όπως μας χαρακτηρίζετε, σου δίνω μια εφημερίδα των Χιτών να τη διαβάσεις, να δεις πόσο πατριώτες είμαστε». Την πήρα και την έβαλα στην τσάντα μου, υποσχόμενος ότι θα τη διάβαζα με προσοχή. Λίγες μέρες αργότερα, βράδυ στην οδό Ιπποκράτους, μια περίπολος με σταμάτησε για έλεγχο. Αστραπιαία μου άρπαξαν την τσάντα, την άνοιξαν  και είδαν μέσα διπλωμένη την εφημερίδα των Χιτών. Με μια φωνή όλοι είπαν: «Ρε, αυτός είναι δικός μας» και άρχισαν να με συμβουλεύουν να μη γυρίζω τα βράδια στην Ιπποκράτους, γιατί είναι γεμάτη από κομμουνιστές…»

«Το έπος του 1940 στα βουνά της Αλβανίας, τα ηρωικά χρόνια της αντίστασης που ακολούθησαν και το δράμα του εμφυλίου πολέμου στη συνέχεια σημάδεψαν ανεξίτηλα την ιστορία του τόπου για πολλές δεκαετίες. Η γενιά μου είχε την τύχη και ταυτόχρονα την ατυχία όχι μόνο να ζήσει εκείνα τα γεγονότα, αλλά και να πρωταγωνιστήσει σ’ αυτά.  Πριν από το 1940, πολλοί από τους παππούδες και τους πατεράδες μας, βλέποντας τα σύννεφα του πολέμου καθημερινά να πυκνώνουν, αναρωτιούνταν αν η δική μας γενιά μπορούσε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Εμείς, όμως, τους διαψεύσαμε, όπως είμαι βέβαιος ότι θα γίνει και με τα νέα παιδιά, αν ποτέ, πράγμα που όλοι απευχόμαστε, κληθούν να υπερασπιστούν την πατρίδα. Οι δικοί μας αγώνες θα είναι η πυξίδα τους…» (Επαμεινώνδας Παπαχρήστου, Στα χρόνια του ηρωισμού  και της θυσίας. Αθήνα 2004, αυτοέκδοση).  
   

Υ.Γ. Με τον Επαμεινώνδα Παπαχρήστου, που δεν βρίσκεται πια στη ζωή, δεν μας συνέδεε μόνο η αγάπη μας για τον ίδιο άνθρωπο: την κόρη του και γυναίκα μου. Ήταν φίλος και της ζωής μου δάσκαλος.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου