Στην Τσούκα περισσεύουν το κρύο και ο ηρωισμός

Πάνω κει στης Πίνδου μας τις κορφές… 
Φωτ. Λάμπρος Ράπτης, Κόνιτσα
Το βράδυ της 31ης  Οκτωβρίου 1940 ένας ελληνικός λόχος βάδιζε από τη Ζούζουλη της Καστοριάς προς το ύψωμα Τσούκα που βρίσκεται προς την κατεύθυνση της Φούρκας των Ιωαννίνων και έχει υψόμετρο 1.157 μέτρων. Ο αντικειμενικός σκοπός του λόχου ήταν η κατάληψη της Τσούκας που την είχαν πάρει οι Ιταλοί. Επικεφαλής του λόχου ήταν ο υπολοχαγός πεζικού Αλέξανδρος Διάκος, που καταγόταν από την ανελεύθερη την εποχή εκείνη Χάλκη των Δωδεκανήσων. Ο δρόμος που ανεβαίνει από τη Ζούζουλη προς την Τσούκα περνάει μέσα από μια δασωμένη ρεματιά και σε απόσταση περίπου μισής ώρας καταλήγει, ύστερα από μια ανηφόρα, σ’ ένα εικονοστάσι. Αυτό το εικονοστάσι επέλεξε ο υπολοχαγός Διάκος για να τάξει τις προφυλακές του. Ο υπόλοιπος λόχος θα περνούσε τη νύχτα στη ρεματιά.
Συνήθως, στα τέλη Οκτωβρίου - αρχές Νοεμβρίου δεν κάνει πολύ κρύο στις πεδινές και ημιορεινές περιοχές της ΒΔ Ελλάδας, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για την ορεινή Πίνδο, όπου οι ελάχιστες θερμοκρασίες πέφτουν χαμηλά ακόμα και από τις αρχές του φθινοπώρου. Επιπλέον, εκείνη τη νύχτα είχε παρατηρηθεί αλλαγή του καιρού προς το ψυχρότερο, καθώς οι άνεμοι από Δ-ΝΔ είχαν στραφεί σε Β-ΒΔ (διέλευση ψυχρού μετώπου).


Με το κρύο να περονιάζει τα κόκαλα, κάποιοι από τους άνδρες του Διάκου τον πλησίασαν και του ζήτησαν να ανάψουν φωτιές. Εκείνος δίστασε για μια στιγμή, σκεπτόμενος ότι μέσα στη νύχτα θα μπορούσαν εύκολα να γίνουν αντιληπτοί από τους Ιταλούς. Όμως, γνωρίζοντας πως χωρίς φωτιά, η επιβίωση των ανδρών του θα ήταν δύσκολη και εκμεταλλευόμενος την απόκρυψη που παρείχε η ρεματιά, ο υπολοχαγός έδωσε την άδεια να ανάψουν μικρές φωτιές.

Η νύχτα περνούσε ήσυχα, με τους κουρασμένους από την πορεία άνδρες του λόχου να κοιμούνται γύρω από τις φωτιές. Ο Διάκος δεν ήθελε να κοιμηθεί. Μαζί του και  ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Λευτέρης Ντάσκας, διμοιρίτης του λόχου κι ένα από τα πρωτοπαλίκαρά του. Η κουβέντα των δύο ανδρών περιστράφηκε γύρω από την επιχείρηση της μέρας που θα ερχόταν σε λίγες ώρες. Κάποια στιγμή, από το εικονοστάσι που βρίσκονταν οι προφυλακές του λόχου ακούστηκαν τουφεκιές. Οι άνδρες πετάχτηκαν όρθιοι. Ο Διάκος ήταν ήδη στο δρόμο και έτρεχε προς τις προφυλακές, καλώντας τους διμοιρίτες του να συντάξουν γρήγορα τους άνδρες. Όταν έφτασε στο εικονοστάσι, ένας λοχίας τον κατατόπισε πρόχειρα. Στο δρόμο, πάνω, είχαν ακουστεί βήματα κι άγνωστες φωνές. Ο σκοπός φώναξε «αλτ τις ει;», αλλά δεν πήρε απόκριση. Ήταν Ιταλοί. Η πρώτη τουφεκιά ρίχτηκε από τον Έλληνα στρατιώτη για να απαντήσουν με χειροβομβίδες και αυτόματα οι εχθροί. Σε λίγο οι αντιδράσεις των Ιταλών σταμάτησαν και ο Διάκος διέταξε παύση πυρός και για τους δικούς του στρατιώτες. Στη συνέχεια, ακροβόλισε τους άνδρες του, που είχαν πλέον φθάσει όλοι από τη ρεματιά, και ετοιμάστηκε για τη μεγάλη αναμέτρηση με τον εχθρό που διέθετε περισσότερους άνδρες και μεγαλύτερη δύναμη πυρός. 

Τον Δωδεκανήσιο υπολοχαγό, που όντας ακόμα μαθητής Γυμνασίου σε μια επέτειο της 25ης Μαρτίου στην ιδιαίτερη πατρίδα του κατέβασε την ιταλική σημαία και ύψωσε τη Γαλανόλευκη, δεν τον τρόμαζε η υπεροχή του εχθρού σε άνδρες και όπλα. Μπροστά αυτός και πίσω του ο Ντάσκας με τους λοιπούς άνδρες του λόχου όρμησαν εναντίον των ιταλικών θέσεων. Στον τιτάνιο αγώνα που ακολούθησε ο Αλέξανδρος Διάκος με τους άνδρες του τρεις φορές κατέλαβαν την Τσούκα και ισάριθμες φορές την έχασαν από τις αντεπιθέσεις του πολυπληθέστερου εχθρού. Τίποτε όμως δεν μπορούσε να σταματήσει το γενναίο αξιωματικό. Άρπαξε ένα μάνλιχερ από ένα νεκρό στρατιώτη, μάζεψε τους εναπομείναντες άνδρες του και τους ζήτησε να τον ακολουθήσουν στην τελευταία επίθεση:.«Εμπρός παιδιά! Εμπρός! Για μιαν Ελλάδα! Για μια μεγάλη Ελλάδα! Για μιαν ελεύθερη Δωδεκάνησο!». «Μαζί σου λεβέντη», αναφώνησαν εκείνοι και με όση δύναμη τους είχε απομείνει ξεχύθηκαν πίσω του. Η πρώτη γραμμή των Ιταλών υποχώρησε και ο Διάκος βρέθηκε μπροστά σ’ ένα εχθρικό πολυβολείο. Ένας Ιταλός στρατιώτης έπεσε νεκρός και ο υπολοχαγός από τη Χάλκη, ασυγκράτητος, έστρεψε το όπλο του εναντίον των χειριστών του φίατ. Το πολυβόλο ξέρασε φωτιά και σίδερο και ο Διάκος, χτυπημένος θανάσιμα, έπεσε στο χώμα. «Μας έφαγαν τον υπολοχαγό» ούρλιαξε ο Ντάσκας κι έτρεξε προς τον πεσμένο Διάκο. Σε δευτερόλεπτα μια ριπή σώριασε κι αυτόν στο έδαφος, εκεί δίπλα στον αρχηγό και φίλο του.

Ο Αλέξανδρος Διάκος, ο Λευτέρης Ντάσκας και οι στρατιώτες που έπεσαν εκείνη την ημέρα μαζί τους στην Πίνδο έχασαν τη μάχη της Τσούκας, αλλά κέρδισαν την αθανασία και την αιώνια ευγνωμοσύνη μας. 
Χρόνια πολλά, φίλοι μου

Υ.Γ. Τα ιστορικά στοιχεία του άρθρου είναι παρμένα από το περιοδικό Στρατιωτική Επιθεώρηση, Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2010. 

1 σχόλιο:

  1. ... ελπίδα ,για όλους μας πιστεύω ,ότι δεν έφυγαν άδικα ..
    Χρόνια πολλά

    ΑπάντησηΔιαγραφή