Η απόγνωση των πολικών αρκούδων και η χαρά (;) των πιγκουίνων


         Με βάση τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Δεδομένων Χιονιού και Πάγου (National Snow & Ice Data Center -NSIDC) των ΗΠΑ, η μέση έκταση της παγοκάλυψης του Σεπτεμβρίου της περιόδου 1979-2000 στην Αρκτική ανέρχεται στα 7,04 εκατ. τετραγωνικά χιλιόμετρα.Τα τελευταία έξι χρόνια (2007-2012) η έκταση της παγοκάλυψης το συγκεκριμένο μήνα δεν ξεπέρασε τα 5,13 εκατ. τετραγωνικά χιλιόμετρα και στο διάστημα αυτό καταρρίφθηκε δύο φορές το ρεκόρ της ελάχιστης παγοκάλυψης από τότε που άρχισαν οι μετρήσεις (1979). Η πρώτη φορά ήταν το 2007 (4,17 εκατ. τετραγωνικά χιλιόμετρα) και η δεύτερη φορά το 2012 (3,41 εκατ. τετραγωνικά χιλιόμετρα). Με βάση τα δεδομένα του NSIDC των ΗΠΑ, από το 1979 ως το 2012 η έκταση του πάγου της Αρκτικής μειώνεται με ρυθμό 13,0% ανά δεκαετία.
       Στην άλλη παγωμένη περιοχή του πλανήτη μας, την Ανταρκτική, στο τέλος του καλοκαιριού λιώνουν σχεδόν όλοι οι θαλάσσιοι πάγοι που την περιβάλλουν (εικόνα 1). Συγκεκριμένα, από την έκταση των 18,3 εκατ. τετραγωνικών χιλιομέτρων (μέση τιμή) του πάγου που σχηματίζεται το χειμώνα, στο τέλος του καλοκαιριού μένει έκταση πάγου περίπου 3 εκατ. τετραγωνικών χιλιομέτρων (ποσοστό 17%), χωρίς να υπάρχει σαφής τάση σε ότι αφορά τη χρόνο με το χρόνο μεταβολή. Το θέμα, πάντως, που συζητείται πολύ τα τελευταία χρόνια είναι η αυξητική τάση που παρουσιάζει η έκταση των θαλάσσιων πάγων στην Ανταρκτική στο τέλος της χειμερινής περιόδου. Με βάση και πάλι τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Δεδομένων Χιονιού και Πάγου των ΗΠΑ, η έκταση των θαλάσσιων πάγων της Ανταρκτικής τον Σεπτέμβριο του 2012 έφθασε τα 19,44 εκατ. τετραγωνικά χιλιόμετρα, τιμή που είναι η μεγαλύτερη από το 1979. Το προηγούμενο ρεκόρ ήταν 19,39 εκατ. τετραγωνικά χιλιόμετρα και είχε σημειωθεί το 2006. Ο ρυθμός αύξησης της έκτασης του θαλάσσιου πάγου της Ανταρκτικής από το 1979 είναι μικρός, περίπου 0,9%  ανά δεκαετία, αλλά το συγκεκριμένο γεγονός έγινε η σημαία των επιχειρημάτων εκείνων που διαφωνούν με την υπόθεση της υπερθέρμανσης του πλανήτη και τις αιτίες που την προκαλούν.



Εικόνα 1:  Η μέση παγοκάλυψη στην Αρκτική (πάνω) και στην 
Ανταρκτική (κάτω)  τον Μάρτιο και τον Σεπτέμβριο. Οι γκρι κύκλοι στην Αρκτική
 είναι περιοχές τις οποίες  δεν καλύπτει ο δορυφόρος. (Πηγή: NSIDC)
  
         Η βασική θέση των λεγόμενων σκεπτικιστών είναι ότι οι προβλέψεις των υπέρμαχων της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής έπεσαν έξω και ότι αυτό που συμβαίνει στην Ανταρκτική δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εξισορρόπηση της μείωσης των πάγων που παρατηρείται την ίδια περίοδο στην Αρκτική. Πριν προχωρήσουμε στην παράθεση των αποτελεσμάτων των σχετικών με το θέμα ερευνών, καλό είναι να έχουμε υπόψη μας ότι η σύγκριση των τάσεων της έκτασης του θαλάσσιου πάγου στο τέλος του χειμώνα στην Ανταρκτική και στο τέλος του καλοκαιριού στην Αρκτική είναι προβληματική δεδομένου ότι οι διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στις δύο περιοχές είναι εντελώς διαφορετικές. Η επέκταση του θαλάσσιου πάγου της Ανταρκτικής το  χειμώνα μπορεί να είναι το αποτέλεσμα ψύξης, αύξησης των χιονοπτώσεων ή επίδρασης των ανέμων, ενώ η καλοκαιρινή απώλεια του πάγου στην Αρκτική θάλασσα είναι πιο στενά συνδεδεμένη με το κλίμα του πλανήτη σε επίπεδο δεκαετιών ή αιώνων.
        Οι χαμηλές θερμοκρασίες και ο πάγος είναι τα κοινά στοιχεία της Ανταρκτικής και της Αρκτικής, αλλά οι δύο παγωμένες περιοχές του πλανήτη μας, πέρα από ότι έχουν διαφορετικούς μόνιμους κατοίκους (πιγκουίνοι-πολικές αρκούδες),  παρουσιάζουν και άλλες πιο σημαντικές διαφορές. Καταρχάς, η Ανταρκτική, σε αντίθεση με την Αρκτική που είναι ένας ημίκλειστος ωκεανός, είναι ξηρά που περιβάλλεται από θάλασσα, γεγονός καθοριστικό για την έκταση, τη δυναμική και τα άλλα χαρακτηριστικά του θαλάσσιου πάγου που σχηματίζεται γύρω από αυτή. Στην Ανταρκτική, όμως, υπάρχουν και οι πάγοι της ξηράς οι οποίοι σχηματίστηκαν από τη συσσώρευση του χιονιού που πέφτει ως υετός εδώ και χιλιάδες χρόνια. Οι ειδικοί συμφωνούν ότι όταν ερευνούμε τις αυξομειώσεις του πάγου της Ανταρκτικής, ο θαλάσσιος πάγος που την περιβάλλει δεν είναι το πιο σημαντικό πράγμα που πρέπει να μετρηθεί. Μεγαλύτερη σημασία έχει ο πάγος της ξηράς ο οποίος με βάση τις δορυφορικές παρατηρήσεις και τις μελέτες που έχουν γίνει ελαττώνεται με επιταχυνόμενο ρυθμό κατά 100 έως 300 γιγατόνους το χρόνο. Τα ευρήματα των συγκεκριμένων μελετών βρίσκονται σε συμφωνία με τα ευρήματα άλλων μελετών που ερευνούν τις μεταβολές της θερμοκρασίας στην Ανταρκτική.  Σύμφωνα με μελέτη του καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον Έρικ Στάιγκ και των συναδέλφων του, που δημοσιεύτηκε το 2009 στο περιοδικό Nature, από το 1957 έως το 2006 η μέση θερμοκρασία της Ανταρκτικής ανεβαίνει με ρυθμό 0,05οC ανά δεκαετία. Ο ρυθμός θέρμανσης της δυτικής Ανταρκτικής υπερβαίνει τους 0,10οC και είναι εντονότερος το χειμώνα και την άνοιξη, αλλά αντισταθμίζεται μερικώς από την πτώση της θερμοκρασίας που παρατηρείται στην ανατολική Ανταρκτική (Steig, E. J., et al., Warming of the Antarctic ice-sheet surface since the 1957 International Geophysical Year).
       Οι παρατηρήσεις δείχνουν ότι ο ρυθμός ανόδου της θερμοκρασίας στην Ανταρκτική είναι πολύ μικρότερος από το ρυθμό ανόδου της θερμοκρασίας στην Αρκτική. Ο βασικός λόγος είναι ότι τα  πρότυπα των ανέμων και των θαλάσσιων ρευμάτων που περιβάλλουν την Ανταρκτική την απομονώνουν από τις παγκόσμιες καιρικές συνθήκες, διατηρώντας την κρύα. Αντίθετα, η Αρκτική είναι ωκεανός που συνδέεται πολύ περισσότερο με τα κλιματικά συστήματα των γειτονικών περιοχών της και ως εκ τούτου είναι πιο ευαίσθητη στην κλιματική αλλαγή. Οι κλιματολόγοι πιστεύουν ότι η αυξητική τάση του θαλάσσιου πάγου το χειμώνα στην Ανταρκτική δεν έχει μεγάλο αντίκτυπο στο παγκόσμιο κλιματικό σύστημα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τη συγκεκριμένη εποχή στην Ανταρκτική η ενέργεια που φθάνει από τον ήλιο είναι στο πιο χαμηλό σημείο της με αποτέλεσμα και το ποσοστό της που αντανακλάται πίσω στο διάστημα από το θαλάσσιο πάγο να είναι μικρό. Αντίθετα, η συρρίκνωση των πάγων της Αρκτικής θάλασσας το καλοκαίρι είναι σημαντικός παράγοντας για το ενεργειακό ισοζύγιο της Γης, καθώς οι απαλλαγμένες από τον πάγο σκουρότερες θαλάσσιες επιφάνειες απορροφούν πολύ μεγαλύτερα ποσά ηλιακής ενέργειας.
       Η πλειονότητα των επιστημόνων δεν θεωρεί έκπληξη τη μικρή αυξητική τάση της έκτασης των θαλάσσιων πάγων της Ανταρκτικής στο τέλος της χειμερινής περιόδου και πιστεύει ότι οι προβλέψεις των μοντέλων για την εξέλιξη του καιρού και του κλίματος στην περιοχή αυτή βρίσκονται σε λογική συμφωνία με τις παρατηρήσεις. Ο Τζον Τάρνερ και οι συνάδελφοί του από το  Εθνικό Συμβούλιο Περιβαλλοντικής Έρευνας της Μεγάλης Βρετανίας σε μελέτη τους που δημοσιεύτηκε το 2009 στο Geophysical Research Letters αναφέρουν ότι από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 η ετήσια μέση έκταση των θαλάσσιων πάγων της Ανταρκτικής έχει αυξηθεί και ότι η μεγαλύτερη αύξηση σημειώνεται το φθινόπωρο στην περιοχή που φέρει το όνομα Θάλασσα Ρος και βρίσκεται κάτω και αριστερά της εικόνας της παγωμένης ηπείρου. Οι ερευνητές αποδίδουν το γεγονός κατά κύριο λόγο στην ισχυρότερη κυκλωνική ατμοσφαιρική ροή πάνω από τη γειτονική Θάλασσα Άμουντσεν, ως αποτέλεσμα της ενίσχυσης των ταχυτήτων του ανέμου το φθινόπωρο γύρω από την ήπειρο. Οι προσομοιώσεις που έγιναν έδειξαν ότι η ενίσχυση των ανέμων συνδέεται με την ψύξη της στρατόσφαιρας που είναι το αποτέλεσμα της μείωσης του στρατοσφαιρικού όζοντος(Turner, J., et al, Non‐annular atmospheric circulation change induced by stratospheric ozone depletion and its role in the recent increase of Antarctic sea ice extent). Η αύξηση της έντασης των δυτικών ανέμων στην Ανταρκτική είναι η κυρίαρχη τάση των κλιματικών μοντέλων η οποία επιβεβαιώνεται από σχετικές έρευνες. Ορισμένοι αποδίδουν την εξάπλωση του καλύμματος του θαλάσσιου πάγου στους ισχυρότερους δυτικούς ανέμους οι οποίοι ωθούν τους σχηματιζόμενους πάγους προς τα ανατολικά, αλλά λόγω της δύναμης Κοριόλις αυτοί ωθούνται τελικά προς τα αριστερά, δηλαδή απομακρύνονται από την ήπειρο. Μια άλλη εξήγηση για την αύξηση του θαλάσσιου πάγου της Ανταρκτικής δίνει ο Τζίνλουν Ζανγκ του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον, ο οποίος σε μελέτη του το 2007 αναφέρει ότι ο Νότιος Ωκεανός φρεσκάρεται με ποσότητες γλυκού νερού που προέρχεται από τις αυξημένες βροχοπτώσεις, την απορροή των παγετώνων και τις χιονοπτώσεις. Αυτό αλλάζει τη σύνθεση των  διαφορετικών στρωμάτων του ωκεανού, προκαλώντας  λιγότερη ανάμιξη μεταξύ των θερμών και ψυχρών στρωμάτων και επομένως λιγότερο λιωμένο θαλάσσιο πάγο (Jinlun Zhang, Increasing Antarctic Sea Ice under Warming Atmospheric and Oceanic Conditions). Να σημειώσουμε εδώ ότι μια από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι η αύξηση του υετού στις περιοχές των μεγάλων γεωγραφικών πλατών και ότι ανεξάρτητα από αυτό στην Ανταρκτική χιονίζει πιο πολύ από την Αρκτική λόγω της περισσότερης διαθέσιμης υγρασίας η οποία προέρχεται από τους ωκεανούς που τη περιβάλλουν.  
     Ο Ρομπ Μέισονεκπρόσωπος του Αυστραλιανού Ερευνητικού Κέντρου του Χόμπαρτ που παρακολουθεί το οικοσύστημα της Ανταρκτικής, είναι επιφυλακτικός σε ότι αφορά τις εξηγήσεις για την αυξητική τάση της έκτασης των θαλάσσιων πάγων της Ανταρκτικής και θεωρεί ότι οι επιστήμονες που ασχολούνται με τις κλιματολογικές αλλαγές θα πρέπει να καταβάλουν περισσότερες προσπάθειες για την κατανόηση του φαινομένου. Οι υπέρμαχοι, ωστόσο, της υπερθέρμανσης του πλανήτη δεν έχουν αμφιβολίες και πιστεύουν ότι τις επόμενες δεκαετίες η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη θα ξεπεράσει όλες τις επιρροές που προς το παρόν προκαλούν την αύξηση της έκτασης του θαλάσσιου πάγου της Ανταρκτικής και θα τον περιορίσουν πάρα πολύ. Με βάση τα παραπάνω δεν έχουν λόγους να χαίρονται οι πιγκουίνοι. Το αντίθετο θα έλεγα. Η μοίρα τους είναι κοινή με τη μοίρα των πολικών αρκούδων και κατ’ επέκταση με τη μοίρα όλων μας.

Νοέμβριος 2012