Μικρογραφία από γαλλικό χειρόγραφο του 15ου αιώνα
της
πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από τους
Σταυροφόρους.
|
Με
την αποκατάσταση της νομιμότητας στην Κωνσταντινούπολη το έργο των Σταυροφόρων
εκεί είχε ολοκληρωθεί. Δυστυχώς, όμως, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά για
τους Βυζαντινούς. Με άδειο το αυτοκρατορικό ταμείο, ο Ισαάκιος και ο Aλέξιος Δ΄
δεν μπορούσαν να εκπληρώσουν την υποχρέωσή τους προς τους Βενετσιάνους και τους
Σταυροφόρους, οι οποίοι στρατοπέδευσαν έξω από την Πόλη, περιμένοντας να πάρουν
τα χρήματά τους. Απελπισμένοι οι δύο συν-αυτοκράτορες έψαχναν για χρήματα
βάζοντας νέους φόρους και εκποιώντας το ασήμι και το χρυσάφι από τα στολίδια
και τις εικόνες των εκκλησιών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η επανάσταση του
αγανακτισμένου λαού δεν άργησε και στις 5 Φεβρουαρίου του 1204 στο θρόνο ανέβηκε
ο Αλέξιος Ε' Μούρτζουφλος.
Ο νέος αυτοκράτορας ξεκαθάρισε στους Σταυροφόρους
ότι δεν θα τους πληρώσει και τους ζήτησε να φύγουν. Εκείνοι είχαν άλλη γνώμη
και η σύγκρουση κατέστη πλέον αναπόφευκτη. Οι Δυτικοί άρχισαν τότε να
πολιορκούν την Πόλη, η οποία, αν και διέθετε στρατό υπέρτερο αριθμητικά από
τους εχθρούς της, δεν είχε την ψυχική δύναμη να αντισταθεί. Ευθύνη σε αυτό έχει
και ο Αλέξιος Ε' Μούρτζουφλος, ο οποίος, όπως είπε ένας ιστορικός, έκανε τον
παλικαρά, αλλά δεν ήταν παλικάρι.
Στα
τέλη Μαρτίου του 1204, οι Βενετοί και οι Σταυροφόροι, αφού υπέγραψαν συνθήκη
σχετική με τη διαίρεση της αυτοκρατορίας μετά την κατάκτησή της, η οποία (συνθήκη)
άρχιζε με τα λόγια: «Εν ονόματι του
Χριστού πρέπει να καταλάβουμε δια των όπλων την Πόλη», άρχισαν να καταστρώνουν
το τελικό σχέδιο άλωσής της. Το σχέδιο των Σταυροφόρων προέβλεπε επίθεση μόνο
από τη θάλασσα, γιατί εκεί τα τείχη ήταν μονά, ενώ στη στεριά υπήρχε διπλή
σειρά τειχών. Η τελική επίθεση ορίστηκε
για την 9η Απριλίου 1204. Γράφει για όσα έγιναν εκείνη την ημέρα ο
Άγγλος ιστορικός Έντουιν Πιρς: «Το πρωί
της 9ης του μηνός, τα πλοία πέρασαν από το βόρειο στο νότιο τμήμα του λιμανιού.
Οι Σταυροφόροι αποβιβάστηκαν σε πολλά σημεία κι επιτέθηκαν από μια στενή λωρίδα
εδάφους ανάμεσα στα τείχη και τη θάλασσα. Τότε άρχισε μια τρομερή έφοδος κατά
μήκος ολόκληρης της γραμμής αντιπαράθεσης. Υπό τους ήχους σαλπίγγων και
τυμπάνων, οι επιτιθέμενοι επιχείρησαν να υπονομεύσουν τα τείχη, ενώ ταυτόχρονα
κατηύθυναν κατά των υπερασπιστών τους μια συνεχή καταιγίδα μικρών και μεγάλων
βελών και λίθων. Τα πλοία είχαν καλυφθεί με σανίδες και δέρματα, ώστε να
προστατεύονται από τους λίθους που εκτόξευαν οι αμυνόμενοι και από το περίφημο
ελληνικό πυρ (άλλοι ιστορικοί δεν αναφέρουν τη χρήση υγρού πυρός) και προστατευόμενα με αυτό τον τρόπο,
κατευθύνθηκαν θαρραλέα προς τα τείχη. Τα μεταγωγικά προωθήθηκαν σύντομα στην
πρώτη γραμμή και πλησίασαν τόσο πολύ στα τείχη, ώστε οι επιτιθέμενοι από τις
πλευρικές θύρες ξεχύθηκαν για μια ακόμα φορά από τα πλοία και συνεπλάκησαν με
τους υπερασπιστές των τειχών και των πύργων. Η επίθεση
έλαβε χώρα σε περισσότερα από εκατό σημεία μέχρι το μεσημέρι ή κατά τον Χωνιάτη
μέχρι το απόγευμα. Και οι δύο πλευρές πολέμησαν αποφασιστικά. Οι εισβολείς
αποκρούστηκαν» (Edwin
Pears, The Fall of Constantinople being the story
of the fourth Crusade,
μετάφραση Ιωσήφ και Χριστίνα Κασσετιάν, εκδόσεις Στοχαστής).
Η
αποτυχία της πρώτης επίθεσης σκόρπισε μεγάλη απογοήτευση στους Δυτικούς που το
ίδιο βράδυ συγκάλεσαν βιαστικά πολεμικό συμβούλιο. Στο συμβούλιο, με το φάσμα
της ήττας να πλανάται στον αέρα, οι παλιές διαφορές μεταξύ των επιτιθεμένων
επανήλθαν οξύτερες. Ορισμένοι πρότειναν η επόμενη επίθεση κατά των τειχών της
Πόλης να γίνει από την πλευρά του της
Θάλασσας του Μαρμαρά, καθώς εκεί τα τείχη ήταν λιγότερο ισχυρά από τα τείχη που
έβλεπαν προς τον Κεράτιο. Οι Βενετσιάνοι όμως αντέδρασαν, θυμίζοντας ότι από
την πλευρά του Μαρμαρά τα ρεύματα ήταν τόσο ισχυρά που δεν επέτρεπαν στα σκάφη
να αγκυροβολήσουν με σταθερότητα, για να μην πούμε, με ασφάλεια. Στη
συγκεκριμένη πρόταση αντέδρασε έντονα και ο Βιλεαρδουίνος, ο οποίος αργότερα
έγραψε: «Υπήρχαν μερικοί οι οποίοι θα
χαίρονταν πολύ αν το ρεύμα ή ο άνεμος -ή οτιδήποτε άλλο - διεσκόρπιζε τα σκάφη,
αρκεί οι ίδιοι να είχαν εγκαταλείψει τη χώρα και να είχαν τραβήξει το δρόμο
τους». Από το παραπάνω απόσπασμα του χρονικογράφου συνάγεται το συμπέρασμα
ότι σε περίπτωση αποτυχίας και της δεύτερης επίθεσης, θα ήταν εξαιρετικά
δύσκολο να συμφωνήσουν οι Σταυροφόροι για τρίτη επίθεση και ίσως να έλυναν
οριστικά την πολιορκία. Τελικά, το συμβούλιο αποφάσισε οι δύο επόμενες
ημέρες, η 10η και η 11η του μήνα να αφιερωθούν στην
επιδιόρθωση των ζημιών που είχαν υποστεί τα πλοία και να κάνουν δεύτερη επίθεση
στις 12 Απριλίου.
Η
νέα επίθεση κατά της Κωνσταντινούπολης θα γινόταν με μια μικρή καινοτομία σε
σχέση με εκείνη της 9ης Απριλίου. Οι Σταυροφόροι είχαν αποφασίσει να
δέσουν ανά δύο τα μεγάλα βενετσιάνικα πλοία και πάνω τους να στηρίξουν ένα
είδος πολιορκητικού πύργου που θα τους επέτρεπε να έχουν το ίδιο ύψος με τα
θαλασσινά τείχη της πόλης. Από την κορυφή των πύργων θα έπεφτε πάνω στις
πολεμίστρες του τείχους ένα είδος κινητής εξέδρας μέσω της οποίας οι ιππότες θα
προσέγγιζαν τους υπερασπιστές των τειχών με στόχο να τους ανατρέψουν και να
εισβάλλουν στην Πόλη. Η μικρή αυτή αλλαγή θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο για την
άλωση της Βασιλεύουσας σε συνδυασμό με τα παιχνίδια του ανέμου.
συνεχίζεται…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου