Τα παιχνίδια των ανέμων στην τελευταία, πριν από την άλωση της Πόλης, νίκη των χριστιανών (Μέρος 1ο)

Η άλωση της Πόλης του Θεόφιλου, Μουσείο Μυτιλήνης
Τις πρώτες δύο εβδομάδες του Απριλίου του 1453, του μαύρου για τον ελληνισμό εκείνου χρόνου, στο Αιγαίο φυσούσαν συνέχεια βοριάδες. Στο λιμάνι της Χίου, αποκλεισμένες από τις αντίξοες συνθήκες, τρεις μισθωμένες από τον Πάπα γενοβέζικες γαλέρες, γεμάτες όπλα και άλλα εφόδια, περίμεναν να αλλάξει ο καιρός για να ξεκινήσουν το ταξίδι τους με προορισμό την πολιορκημένη από τον Μεχμέτ τον Β΄ Κωνσταντινούπολη. Στα μέσα Απριλίου άρχισαν να πνέουν νοτιάδες και τα τρία πλοία με κυβερνήτες τους Μαουρίτσιο Καττανέο, Ντομένικο ντε Νοβάρα και Μπατίστα ντε Φελιτσιάνο σήκωσαν τις άγκυρες και ξεκίνησαν για τη Βασιλεύουσα.
    Πλησιάζοντας τα Στενά, ενώθηκε μαζί τους ένα μεγάλο αυτοκρατορικό μεταγωγικό, γεμάτο σιτάρι  που είχαν αγοράσει οι πρεσβευτές του αυτοκράτορα στη Σικελία. Κυβερνήτης του πλοίου ήταν ένας έμπειρος ναυτικός,  ο  Φλαντανελάς. Σημειώνεται ότι ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Λεονάρδος ο Χίος, που έζησε τα δραματικά γεγονότα της πολιορκίας και της άλωσης της Πόλης από τους Τούρκους, στην αναφορά του προς τον Πάπα ονομάζει τον κυβερνήτη του μεταγωγικού Φραγκίσκο Λεκανέλλα. Από τους υπόλοιπους ιστορικούς μόνο ο Γεώργιος Φραντζής (Σφραντζής) στο Χρονικό του αναφέρει το όνομα Φλαντανελάς. Ορισμένοι, θεωρώντας ότι το συγκεκριμένο  Χρονικό του Φραντζή δεν είναι το γνήσιο, αλλά το μεταγενέστερο νοθευμένο Χρονικό του Ψευδο-Φραντζή, έχουν την άποψη ότι ο Φλαντανελάς δεν ήταν Έλληνας, αλλά  Ιταλός. Κατά τη γνώμη μου, το μείζον θέμα δεν είναι η εθνικότητα του Φλαντανελά, αλλά το γεγονός ότι οι κυβερνήτες των τεσσάρων χριστιανικών πλοίων, πολεμώντας με απαράμιλλη γενναιότητα, κατάφεραν να σπάσουν τον τουρκικό αποκλεισμό της Κωνσταντινούπολης. Με το κατόρθωμά τους αυτό, πέρα από τα εφόδια, πρόσφεραν στους ηρωικούς υπερασπιστές της Πόλης τη στερνή χαρά.
     Ο μικρός στόλος με τη βοήθεια του ισχυρού νοτιά πέρασε γρήγορα τα αφύλαχτα από τους Τούρκους Δαρδανέλια, διέπλευσε την Προποντίδα (Θάλασσα Μαρμαρά) και  το πρωί της 20ης Απριλίου έφθασε κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Η εμφάνιση των χριστιανικών πλοίων σκόρπισε χαρά στους πολιορκημένους, αλλά και μεγάλη αγωνία, καθώς ο τουρκικός στόλος υπό την ηγεσία του Μπαρτόγλου και κάτω από τις παροτρύνσεις του ίδιου του Μεχμέτ ξεχύθηκε από το Διπλοκιόνιο να συλλάβει ή να καταστρέψει αυτούς που με περίσσια αποκοτιά αψηφούσαν τη δύναμη του. Όταν οι Τούρκοι πλησίασαν τα χριστιανικά πλοία, ο Μπαρτόγλου ζήτησε από τους κυβερνήτες τους να παραδοθούν, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν. Η ναυμαχία, που σε κάποιες στιγμές είχε εξελιχθεί σε πεζομαχία καθώς τα  πλοία είχαν κολλήσει μεταξύ τους, ήταν άγρια και τα πληρώματα των τεσσάρων χριστιανικών πλοίων επέδειξαν αφάνταστο ηρωισμό.
   Η κατάσταση, όμως, έγινε δραματική όταν ο άνεμος κόπασε και τα τέσσερα πλοία βρέθηκαν περικυκλωμένα από τον εχθρό. Γράφει ο αυτόπτης μάρτυρας Ενετός γιατρός Νικολό Μπάρμπαρο στο ημερολόγιό του: «Στις 20 Απριλίου (1453) την Τρίτη ώρα, είδαμε τρεις ολκάδες, που έρχονταν μέσα από τα Δαρδανέλια από τη Δύση, οι οποίες πιστέψαμε ότι έρχονταν από τη Γένουα στην Κωνσταντινούπολη προς επικουρία της πόλης (…) Καθώς έρχονταν πλησίστια με δροσερή όστρια και πλησίαζαν προς την αλγούσα πόλη, ο Θεός θέλησε, όταν εκείνα τα τέσσερα πλοία έφθασαν μπροστά στην Κωνσταντινούπολη, να κόψει ο άνεμος και να πέσουν σε μεγάλη μπονάτσα. Όταν λοιπόν έμειναν ακίνητα, η αρμάδα του Τούρκου μπέη Μωάμεθ, εχθρού της χριστιανικής πίστης, που ήταν αγκυροβολημένη στις Κολόνες, ξεκινά με μεγάλο ενθουσιασμό, χτυπώντας δυνατά τα τύμπανα και τις σάλπιγγες και με δυνατές ιαχές και τα πλησιάζει(…) Ο ναύαρχος της αρμάδας του Τούρκου ήταν ο πρώτος που επετέθη με μεγάλη μάλιστα ορμή στην πρύμνη του πλοίου του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης και όλη η άλλη αρμάδα επετέθη στα τέσσερα πλοία (…) Το ένα από τα χριστιανικά πλοία είχε πέντε γαλέρες γύρω του, το άλλο τριάντα φούστες και το άλλο περιστοιχιζόταν από σαράντα παρανταρίες (…) Η μάχη διήρκεσε δύο με τρεις ώρες και κανένα από τα δύο μέρη δεν νίκησε. Για τα τέσσερα όμως πλοία των χριστιανών η δόξα ήταν μεγάλη, γιατί παρ’ όλο που είχαν πέσει πάνω τους εκατό σαράντα πέντε τούρκικα σκαριά, κατόρθωσαν να τους ξεφύγουν. Μετά από αυτή την επίθεση, εξαιτίας της μπουνάτσας, ήταν αναγκασμένα να αγκυροβολήσουν και μάλιστα μπροστά στην Κωνσταντινούπολη, γιατί φοβούνταν ότι η τουρκική αρμάδα θα ερχόταν τη νύχτα να τους επιτεθεί. Όταν όμως έπεσε η νύχτα εμείς αποφασίσαμε να τους βοηθήσουμε».      

      Ο Δούκας στη χρονογραφία του αναφέρει ότι όταν τα χριστιανικά πλοία (τέσσερα γενοβέζικα και ένα του βυζαντινού αυτοκράτορα) έφθασαν κοντά στην Κωνσταντινούπολη, ο άνεμος έπεσε και τα τουρκικά πλοία τα πρόλαβαν. Στη συνέχεια αναφέρει ότι κάποια στιγμή άρχισε να πνέει και πάλι άνεμος και τα πλοία μπόρεσαν να μπουν στο λιμάνι.
    Ο  Γεώργιος Φραντζής στο Χρονικό του αναφέρει: «Τα τέσσερα  πλοία έφθασαν νύχτα κοντά στην Πόλη και το πρωί έγιναν αντιληπτά από τα τουρκικά καράβια που φύλαγαν την περιοχή. Αμέσως οι εχθροί ρίχτηκαν καταπάνω τους με ζητωκραυγές, τυμπανοκρουσίες και σαλπίσματα, έχοντας τη βεβαιότητα ότι θα τα κυρίευαν εύκολα (…)Ο ναύαρχος του αυτοκρατορικού πλοίου, ο γενναίος Φλαντανελάς, έτρεχε από την πρύμνη μέχρι την πλώρη, πολεμούσε σαν λιοντάρι και εμψύχωνε τους υπόλοιπους  με φωνές που έφθαναν μέχρι τον ουρανό (…) Όταν νύχτωσε, ο στόλος αποσύρθηκε αναγκαστικά, ενώ τα δικά μας πλοία βρήκαν την ευκαιρία και χώθηκαν στο λιμάνι χωρίς να σκοτωθεί κανένας».
    Ο Κριτόβουλος ο Ίμβριος, που η μοίρα τον έφερε στο στρατόπεδο των Τούρκων, αφιερώνει στην Ιστορία του αρκετές σελίδες στην περιγραφή της σύγκρουσης, αναγνωρίζοντας τη γενναιότητα στα πληρώματα των τεσσάρων χριστιανικών πλοίων. Ιδιαίτερα γλαφυρά περιγράφει τις αντιδράσεις του Μεχμέτ που είχε κυριολεκτικά αφηνιάσει παρακολουθώντας έφιππος τις αποτυχίες του ναυτικού του από το Πέραν. Για την κατάληξη της αναμέτρησης γράφει: «…Σίγουρα οι πολεμιστές και υπέρμαχοι στα φορτηγά (πλοία) θα είχαν κουραστεί με την παράταση της μάχης, αν δεν είχε σηκωθεί δυνατός νότιος άνεμος που φούσκωσε και κύρτωσε τα πανιά κι έσπρωξε πολύ ισχυρά τα φορτηγά. Και έτσι, καθώς τα πολεμικά πλοία έμειναν σιγά-σιγά πίσω, μη μπορώντας να ακολουθήσουν τα φορτηγά, και καθώς η μάχη κόπαζε πια, έφθασαν στα άλλα εμπορικά πλοία στο στόμιο του λιμανιού απροσδόκητα. Τόσο κοντά έφθασαν στην καταστροφή». 
     Στο Ρωσικό Χρονικό του Νέστορα Ισκεντέρη δεν υπάρχει αναφορά για τη ναυμαχία της 20ης Απριλίου, αλλά αρκετές δυτικές, σλαβονικές και τουρκικές πηγές περιλαμβάνουν πληροφορίες για τη συγκεκριμένη αναμέτρηση. Σε ότι αφορά τα μετεωρολογικά δεδομένα της επιχείρησης από το ξεκίνημά της ως το απόγευμα της 20ης Απριλίου, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι αρχικά οι βοριάδες καθυστέρησαν τον απόπλου των πλοίων από τη Χίο, αλλά οι νοτιάδες που ακολούθησαν τους βοήθησαν να φθάσουν γρήγορα κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Βέβαιο είναι ακόμα ότι οι ισχυροί άνεμοι έδιναν πλεονέκτημα στα τέσσερα φορτηγά πλοία, αλλά όταν επικράτησε μπουνάτσα, η κατάσταση για τα χριστιανικά πληρώματα δυσκόλεψε αφάνταστα.
Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου