Όταν στην ΕΜΥ ανέλυα τους μεγάλους χάρτες της Μεσογείου, γνωστούς και ως «σεντόνια», έβλεπα πάντα στην περιοχή της Ρόδου το τοπικό χαμηλό που δημιουργείται τη θερινή περίοδο με την πνοή των μελτεμιών.Την ίδια περίοδο, αλλά χωρίς ισχυρά μελτέμια έβλεπα στα μεσόγεια της Αττικής ένα εφήμερο απογευματινό χαμηλό, αποτέλεσμα της υπερθέρμανσης του εδάφους και κυρίως της θαλάσσιας αύρας του Σαρωνικού και του Ν. Ευβοϊκού. Στη συνέχεια έμαθα για το «χαμηλό του Ιωάννου», την τοπική κυκλωνική κυκλοφορία που παρατηρείται στη ΝΔ Πελοπόννησο με την πνοή ΒΑ ρεύματος, στο οποίο δώσαμε το όνομα του εξαίρετου συναδέλφου Θεμιστοκλή Ιωάννου που ήταν από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος, που την εντόπισε. Με την πάροδο των ετών η ανάγκη για την παροχή εξειδικευμένων τοπικών προγνώσεων στη στεριά και τη θάλασσα μας έκανε να ψάξουμε περισσότερο τις τοπικές κυκλοφορίες και να ανακαλύψουμε πράγματα που μέχρι τότε δεν τα γνωρίζαμε. Πολλά χρήσιμα πράγματα για τους τοπικούς ανέμους, δηλαδή για τις θαλάσσιες και τις απόγειες αύρες, τις αύρες των βουνών και των κοιλάδων, τους ανέμους κοντά στις ακτές και τα ακρωτήρια, τις υπεράκτιες συγκλίσεις των ΒΔ και ΒΑ ανέμων στο Β. Αιγαίο, τους καναλισμούς του ανέμου κ.λπ. έμαθα όταν έγραφα το πρώτο βιβλίο, αλλά η πραγματικότητα έξω στη φύση είναι συχνά διαφορετική, καθώς το ανάγλυφο είναι πιο σύνθετο από ότι λέει η θεωρία και στις διαδικασίες επιδρούν περισσότεροι του ενός παράγοντες.
Τα τελευταία χρόνια οι γνώσεις μας για τους τοπικούς καιρούς αυξήθηκαν θεαματικά με την εγκατάσταση και τη λειτουργία εκατοντάδων μετεωρολογικών σταθμών από δημόσιους φορείς, δήμους, ινστιτούτα και ιδιώτες και έχω σκεφθεί πολλές φορές πόσο σημαντικό και χρήσιμο θα ήταν να γίνει συστηματική καταγραφή των τοπικών κυκλοφοριών στις θάλασσες, τις πεδιάδες και τα βουνά της χώρας μας για κάθε τύπο καιρού. Οι γνώσεις που θα αποκτηθούν από ένα τέτοιο έργο θα ήταν πολύ χρήσιμες για την πρόγνωση σε τοπικό επίπεδο, δεδομένου ότι στα μοντέλα της αριθμητικής πρόγνωσης καιρού δεν μπορούν να παραμετροποιηθούν οι πραγματικές συνθήκες του αναγλύφου. Θυμίζω στο σημείο αυτό ότι στα πλανητικά μοντέλα το ύψος της οροσειράς της Πίνδου υπολογίζεται περίπου στα 1600 μέτρα, δηλαδή κατά 800 με 1000 μέτρα μικρότερο από το πραγματικό. Αυτό δίνει και μια απάντηση σε αυτούς που συχνά αναρωτιούνται γιατί σε χώρες όπως π.χ. είναι η Μεγάλη Βρετανία οι προγνώσεις των διάφορων μετεωρολογικών παραμέτρων είναι πιο ακριβείς από τις δικές μας. Οι πολλές εναλλαγές μεταξύ ξηράς και θάλασσας που θα συναντήσει ένα χαμηλό κινούμενο από τον ΒΑ Ατλαντικό προς την περιοχή μας και κυρίως η πολυπλοκότητα του αναγλύφου και της ακτογραμμής της χώρας μας καθιστούν τις προγνώσεις μας δυσκολότερες. Αυτό ισχύει περισσότερο για την ποσοτική πρόγνωση του υετού, η οποία αντικειμενικά είναι ένα από τα πιο δύσκολα προβλήματα της επιχειρησιακής μετεωρολογίας. Όταν γράφω για τα θέματα αυτά, μου έρχονται στο νου τα λόγια των Αμερικανών μετεωρολόγων που είχαν λάβει μέρος στο πρόγραμμα τεχνητής αύξησης των βροχοπτώσεων στη λεκάνη απορροής του Μόρνου την περίοδο 1992-93: «Οι συνθήκες της περιοχής είναι μοναδικές» (Τόμος ΙΙΙ). Όμως, φίλοι μου, σε αυτή τη χώρα ζούμε και αυτής τον καιρό προβλέπουμε, άλλοτε καλά και άλλοτε μέτρια, ανάλογα με την προγνωσιμότητα της ατμόσφαιρας που καθημερινά αλλάζει.
Μια που μιλάμε για προγνώσεις θέλω στο σημείο αυτό να επισημάνω ότι οι αδυναμίες της αριθμητικής πρόγνωσης του καιρού είναι πραγματικές, αλλά δεν αποτελούν το άλλοθι για αυτούς που ξεπερνώντας τις δυνατότητες της επιστήμης κάνουν «εκπληκτικές» ως προς τις λεπτομέρειες και τη διάρκειά τους προγνώσεις που δεν επαληθεύονται. Είναι κρίμα να δυσφημίζεται με αυτό τον τρόπο η αριθμητική πρόγνωση, ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας των τελευταίων δεκαετιών, χάρη στην οποία δεν μαθαίνουμε πλέον τον καιρό από τους καζαμίες. Από την άλλα πλευρά, η ημιμάθεια και η ευθυνοφοβία οδηγούν σε προγνώσεις-λαπάδες που δεν είναι χρηστικές και με την πάροδο του χρόνου απαξιώνουν αυτούς που τις εκδίδουν. Ο μόνος δρόμος είναι αυτός που περιγράφεται στο άρθρο της 18ης Νοεμβρίου 2012 (βλέπε παρακάτω). Δύσκολος δρόμος, αλλά ο μοναδικός, για όσα χρόνια ακόμη ο ανθρώπινος παράγοντας θα παίζει ρόλο στην πρόγνωση του καιρού.
7 Φεβρουαρίου 2014