Στη Σιάτιστα στη γιορτή του Αγίου Αντρέα διηγούνται την παρακάτω ιστορία: « Ένα βράδυ της γιορτής του Αγίου Αντρέα (Αντριά) μια γυναίκα με τον άνδρα της που τον έλεγαν Αντρέα πήγαν στο σπίτι των γονιών της να φιλευτούν. Ο άνδρας ήταν λίγο αφελής και έτρωγε πολύ. Γι αυτό η γυναίκα του έβαλε στον τορβά ένα ψωμί. Στο δρόμο που πήγαιναν η γυναίκα είπε στον άνδρα της να μη ξεχαστεί και φάει πολύ και να έχει το νου του μόλις του πατήσει το πόδι να σταματήσει να τρώει. Τα πεθερικά του Αντρέα τους καλοδέχθηκαν και όταν έφθασε η ώρα, έβαλαν να φάνε. Εκεί που έτρωγαν πέρασε η γάτα κάτω από το τραπέζι και πάτησε το πόδι του Αντρέα. Αυτός, νομίζοντας ότι τον πάτησε η γυναίκα του για να μη φάει άλλο, σταμάτησε να τρώει. Φάε, γαμπρέ, τι σταμάτησες; του είπε η πεθερά του. Μα ο γαμπρός δεν ήθελε να φάει. Τον παρακάλεσαν και ο πεθερός και η γυναίκα του για να φάει, τίποτα ο Αντρέας. Αφού έφαγαν, έκατσαν όσο έκατσαν και πλάγιασαν να κοιμηθούν. Αποκοιμήθηκαν οι άλλοι, αλλά τον Αντρέα δεν τον έπιανε ύπνος. Σηκώνεται, παίρνει τον τορβά με το ψωμί, βγαίνει έξω και αρχίζει να τρώει. Εκείνη την ώρα είχε σηκωθεί και ο πεθερός του και πήγαινε στο κατώι να ρίξει άχυρο στα βόδια. Είχε αρχίσει να χιονίζει και ο πεθερός κοίταξε κατά τον ουρανό και είπε στον Άγιο που χιόνιζε «Αντριά μου, ρίξε». Ο Αντρέας νόμισε πως απευθύνθηκε σε αυτόν ο πεθερός γιατί έτρωγε και του είπε: «Ε! ρε, σα ρίχνω, από το βιος μου ρίχνω».
(Το αυθεντικό κείμενο βρίσκεται στα Λαογραφικά του Νοεμβρίου του Γεωργίου Μπόντα, Λαογράφου, τέως Δ/ντή Δημοτικής Βιβλιοθήκης Σιάτιστας, www.tovoion.com). 29 Νοεμβρίου 2012