Στα τέλη της δεκαετίας του 50-αρχές της δεκαετίας του 60, για τις εποχικές προγνώσεις συμβουλευόμασταν τον καζαμία και για τις μικρής διάρκειας προγνώσεις εγώ και ο αδελφός μου καταφεύγαμε στον παππού μας, ο οποίος σχεδόν πάντα έπεφτε μέσα στις προβλέψεις του και, όπως γράφω σε κάποιο βιβλίο, «φάνταζε περισσότερο σοφός από όσο ήταν». Στη δεκαετία του 60 ακούγαμε από το ραδιόφωνο τις προβλέψεις της ΕΜΥ και θυμάμαι πόσο μας ενθουσίαζε η φράση «μετά τινων χιόνων εις τα ορεινά», έχοντας κάθε φορά την ελπίδα ότι o χιονιάς θα θεωρήσει ορεινή και την Κόνιτσα.
Την περίοδο των διακοπών των Χριστουγέννων τα χιόνια για μας ήταν το καλύτερο δώρο. Προτιμούσαμε, βέβαια, να έλθουν τις πρώτες μέρες για να τα χαρούμε όσο περισσότερο γινόταν, αλλά κάποιες φορές έρχονταν την περίοδο των Φώτων, οπότε η χαρά μας επισκιαζόταν από την επικείμενη έναρξη των μαθημάτων. Πάντως, ο χριστουγεννιάτικος χιονιάς ελάχιστες φορές μας έκανε το χατίρι. Μια από αυτές τι φορές ήταν το 1962. Το βράδυ της δεύτερης μέρας των Χριστουγέννων οι γονείς μας ήταν καλεσμένοι στο γαμήλιο τραπέζι μιας συγγενούς μας και, όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, εμείς τα παιδιά θα μέναμε στης γιαγιάς μας. Πριν ξεκινήσουμε για το σπίτι των παππούδων, είχε ήδη αρχίσει να χιονίζει με απίστευτη ένταση (έριχνε παπλαμούδες) και όταν φθάσαμε, το ύψος του χιονιού είχε ξεπεράσει τους δέκα πόντους. Η νύχτα που ακολούθησε ήταν ανεπανάληπτη και στο μεγαλύτερο διάστημά της είμαστε κολλημένοι στα τζάμια απολαμβάνοντας το εκπληκτικό θέαμα στη λάμπα της ΔΕΗ. Το «νότιο» χιόνι έπεφτε με αμείωτη ένταση για πολλές ώρες για να σταματήσει κάποια στιγμή τα χαράματα. Όταν το πρωί ξεκινήσαμε για την επιστροφή, το χιόνι έφθανε ως τη μέση μας και είδαμε και πάθαμε να φθάσουμε στο σπίτι μας. Δυστυχώς, η μαγεία εκείνου του χιονιού δεν κράτησε πολύ. Ήλθαν γρήγορα οι «καταραμένοι» νοτιάδες και το αφάνισαν.
Από τα χρόνια που ακολούθησαν δεν θυμάμαι κάποιο ανάλογο περιστατικό. Την περίοδο των Χριστουγέννων οι χιονιάδες δεν επισκέπτονται συχνά τη μικρή μας πόλη και το αγαπημένο μας χιόνι το απολαμβάναμε μέσα από τις διηγήσεις των μεγάλων για τους φοβερούς χιονιάδες του παρελθόντος και από τα διηγήματα των συγγραφέων του 19ου αιώνα οι οποίοι είχαν ζήσει στον απόηχο της Μικρής Παγετώδους Εποχής. Στον κατάλογο των συγγραφέων ξεχωριστή θέση κατείχαν από τους δικούς μας ο Παπαδιαμάντης και ο Καρκαβίτσας και από τους ξένους ο Κάρολος Ντίκενς που έγραψε το διασημότερο χριστουγεννιάτικο παραμύθι του κόσμου (A Christmas carol). Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα από τη Σταχομαζώχτρα του κοσμοκαλόγερου της ελληνικής πεζογραφίας, γιατί τα Χριστούγεννα χωρίς τον Παπαδιαμάντη είναι λειψά.
«…Είτα, επειδή ουδέν κακόν έρχεται μόνον, βαρύς χειμών ένέσκηψεν εις τά βορειότερα εκείνα μέρη. Άπό τού Νοεμβρίου μηνός, χωρίς σχεδόν νά πνεύση νότος και νά πέση βροχή, ήρχιζε νά χιονίζη. Μόλις έπαυεν είς νιφετός και ήρχιζεν άλλος. Ενίοτε έπνεε ξηρός βορράς, σφιγγών έτι μάλλον τά χιόνια, τά οποία δεν έλυωναν είς τά βουνά. «Έπερίμεναν άλλα».
Ή γραία μόλις είχε προλάβει νά μεταφέρη έπί τών ώμων της, άπό τών φαράγγων και δρυμών, άγκαλίδας τινάς ξηρών ξύλων, όσαι μόλις θά ήρκουν διά δυο εβδομάδας ή τρεις, και βαρύς ό χειμών έπέπεσε. Περί τά μέσα Δεκεμβρίου μόλις επήλθε μικρά διακοπή, και δειλαί τινες ακτίνες ηλίου έπεφάνησαν, έπιχρυσοϋσαι τάς ύψηλοτέρας στέγας. Ή θειά-Άχτίτσα έτρεξεν είς τά «ορμάνια», ίνα προλάβη και είσκομίση καυσόξυλα τίνα. Την επαύριον ό χειμών κατέσκηψεν άγριώτερος. Μέχρι τών Χριστουγέννων, ουδεμία ήμερα εύδιος, ουδεμία γωνία ουρανού ορατή, ουδεμία άκτίς ηλίου.
Κραταιός και βαρύπνοος βορράς, «χιονιστής», έφύσα κατά τάς παραμονάς της αγίας ημέρας. Αί στέγαι τών οίκιών ήσαν κατάφορτοι έκ σκληρυνθείσης χιόνος. Τά συνήθη παίγνια τών οδών και τά χιονοβολήματα έπαυσαν. Ό χειμών εκείνος δεν ήτο φιλοπαίγμων. Άπό τών κεράμων τών στεγών έκρέμαντο ως ώριμοι καρποί σπιθαμιαία κρύσταλλα, τά δποία οί μάγκαι της γειτονιάς δεν είχον πλέον όρεξιν νά τρώγουν…».
Ή γραία μόλις είχε προλάβει νά μεταφέρη έπί τών ώμων της, άπό τών φαράγγων και δρυμών, άγκαλίδας τινάς ξηρών ξύλων, όσαι μόλις θά ήρκουν διά δυο εβδομάδας ή τρεις, και βαρύς ό χειμών έπέπεσε. Περί τά μέσα Δεκεμβρίου μόλις επήλθε μικρά διακοπή, και δειλαί τινες ακτίνες ηλίου έπεφάνησαν, έπιχρυσοϋσαι τάς ύψηλοτέρας στέγας. Ή θειά-Άχτίτσα έτρεξεν είς τά «ορμάνια», ίνα προλάβη και είσκομίση καυσόξυλα τίνα. Την επαύριον ό χειμών κατέσκηψεν άγριώτερος. Μέχρι τών Χριστουγέννων, ουδεμία ήμερα εύδιος, ουδεμία γωνία ουρανού ορατή, ουδεμία άκτίς ηλίου.
Κραταιός και βαρύπνοος βορράς, «χιονιστής», έφύσα κατά τάς παραμονάς της αγίας ημέρας. Αί στέγαι τών οίκιών ήσαν κατάφορτοι έκ σκληρυνθείσης χιόνος. Τά συνήθη παίγνια τών οδών και τά χιονοβολήματα έπαυσαν. Ό χειμών εκείνος δεν ήτο φιλοπαίγμων. Άπό τών κεράμων τών στεγών έκρέμαντο ως ώριμοι καρποί σπιθαμιαία κρύσταλλα, τά δποία οί μάγκαι της γειτονιάς δεν είχον πλέον όρεξιν νά τρώγουν…».
24 Δεκεμβρίου 2013